«Ο καναπές σου, η συνενοχή σου», έλεγε το σύνθημα. «Ο καναπές σου, η σωτηρία σου» είναι το νέο

Η ψυχολογία της αυτο-απομόνωσης

Πλησιάζουμε στην τρίτη εβδομάδα από τότε που ξεκίνησαν να μπαίνουν σε εφαρμογή γενικευμένα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας των πολιτών λόγω κορονοϊού και πλέον το #menoume_spiti δεν είναι απλώς κυβερνητικό hashtag αλλά κοινωνική επιταγή. Αυτο-περιορισμός, τηλε-εργασία, κοινωνική αποστασιοποίηση (ή αλλιώς κοινωνική απομάκρυνση) είναι οι λέξεις των ημερών, καθώς τομείς της οικονομίας και των υπηρεσιών παγώνουν ο ένας μετά τον άλλο μαζί με την κίνηση στους δρόμους.

Για τους περισσότερους από εμάς είναι η πρώτη φορά στη ζωή μας που καλούμαστε να κλειστούμε οικειοθελώς στα σπίτια μας, όσοι μπορούμε και όσο περισσότερο μπορούμε, αλλιώς διακινδυνεύουμε την υγεία τη δική μας και των γύρω μας. Μια πρωτόγνωρη κατάσταση υγειονομικού εγκλεισμού για λόγους βιολογικής πολιορκίας από έναν «αόρατο εχθρό», όπως αποκάλεσε τον κορονοϊό ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αντιγράφοντας τον Εμανουέλ Μακρόν.

«Μένουμε σπίτι», γυμναστική στην ταράτσαΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ EUROKINISSI

Καλούμαστε να προσαρμοστούμε στις νέες, πολεμικού τύπου, συνθήκες, υιοθετώντας την οικιακή απομόνωση ως νέα μορφή κοινωνικής υπευθυνότητας. Σωστός πολίτης είναι ο έγκλειστος πολίτης, εκείνος που όταν δεν έχει σοβαρό λόγο να βρίσκεται έξω ιδιωτεύει στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού του, τηρώντας ευλαβικά τις οδηγίες των ειδικών. Διαχειριζόμαστε τη νέα μας περίκλειστη καθημερινότητα ο καθένας και η καθεμία όπως μπορεί.

Αλλοι χαζεύοντας βιντεάκια στο youtube και ανταλλάσσοντας διαδικτυακά μιμίδια για τον κορονοϊό. Αλλοι σηκώνοντας τα χαρτιά υγείας και τα καθαριστικά από τα σούπερ-μάρκετ. Κάποιοι, τολμηροί ή ανεύθυνοι, ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς, βγήκαν στα βουνά, στις παραλίες και τα άλση, αναζητώντας εκεί την κοινωνικότητα που θεώρησαν ότι τους στέρησε το κλείσιμο των εμπορικών κέντρων, των καφέ-μπαρ, εστιατορίων και χώρων ψυχαγωγίας.

Λιγότεροι προσήλθαν στη θεία λειτουργία ή ακόμα και στη μετάληψη, αψηφώντας τις προειδοποιήσεις, θεωρώντας πιθανόν ότι η πίστη λειτουργεί ως αντίδοτο. Αυτά έγιναν το πρώτο Σαββατοκύριακο και στηλιτεύτηκαν ομαδικά από ειδικούς και ανειδίκευτους.

Ακολούθησαν αυστηρότερα μέτρα. Διακοπή, έστω αργοπορημένη, όλων των θρησκευτικών συναθροίσεων, κλείσιμο των περισσότερων εμπορικών καταστημάτων, σειρήνες συναγερμού στα κινητά μας, κυβερνητικά και πρωθυπουργικά ανακοινωθέντα που μας υπενθυμίζουν μέρα παρά μέρα ότι «έχουμε πόλεμο», ότι «τα πιο δύσκολα είναι μπροστά μας» και ότι «δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε».

«Δεν θα πεθάνουμε όλοι…»

Με τη ζωή μας να θυμίζει ταινίες δυστοπικής επιστημονικής φαντασίας με επιδημίες και καταστροφές, όπως το «Contagion» του 2011 που πρόσφατα σκαρφάλωσε στην κορυφή των παγκόσμιων προτιμήσεων, αναζητούμε πλέον αποδράσεις εντός του σπιτιού. Αντε, το πολύ πολύ στο μπαλκόνι ή στη βόλτα γύρω από το τετράγωνο για να βγάλουμε βόλτα τον σκύλο ή για να τρέξουμε.

Ενας ένας όμως ή δύο το πολύ, να μη μας παρεξηγήσουν για συνάθροιση και έχουμε συνέπειες. Οι νέοι μας φίλοι και συνάδελφοι είναι το ακουστικό του τηλεφώνου, η οθόνη του κινητού, η ταμπλέτα και το λάπτοπ, η βιντεο-κλήση και η τηλε-διάσκεψη. Το χάσμα γενεών γεφυρώνεται με το ζόρι, όταν και οι πλέον τεχνολογικά ανεπίδεκτοι αναγκαζόμαστε να μάθουμε τι θα πει e-banking, πώς λειτουργούν οι πλατφόρμες κρυπτογραφημένων μηνυμάτων, ποιο είναι το σαβουάρ βιβρ της ψηφιακής επικοινωνίας.

Κάποιοι το ρίχνουμε στο διάβασμα και στην περισυλλογή. Αλλοι αναζητούμε καταφύγιο στο κυνικό χιούμορ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό το χιούμορ που, καλώς ή κακώς, έκανε viral, διέσπειρε δηλαδή ως πολιτιστικό ιό, την ψυχωτική κραυγή «Θα πεθάνουμε όλοι» του εκδότη φασιστικής φυλλάδας, που διώχθηκε με αυτόφωρο για διασπορά ψευδών ειδήσεων, επικίνδυνων για τη δημόσια υγεία.

Πολλοί καταναλώνουμε, με φειδώ ή με βουλιμία, ειδήσεις για τον κορονοϊό, προσπαθώντας να ξεχωρίζουμε, όχι πάντα επιτυχώς, την ήρα της παραπληροφόρησης από το στάρι της χρήσιμης ενημέρωσης. Κάποιοι σαβουρώνουμε ό,τι βρούμε στο ψυγείο και παραγγέλνουμε ντελίβερι, αν δεν έχει στεγνώσει η τσέπη μας λόγω της ύφεσης στην αγορά και της εργασιακής αβεβαιότητας.

Αλλοι έχουν μπει στο επόμενο στάδιο, της αυτοσυντήρησης, κάνουν οικονομία δυνάμεων, υγιεινή διατροφή και γυμναστική, κατανοώντας ότι «δεν είναι σπριντ, είναι μαραθώνιος», με το βλέμμα όχι μόνο στην επόμενη ημέρα, αλλά στις επόμενες εβδομάδες και μήνες.

«ΑΒΙΑΣΤΑ ΜΟΥ ΗΡΘΕ ΣΤΟΝ ΝΟΥ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΨΥΧΙΚΑ ΠΑΣΧΟΝΤΩΝ»

«Η διαφορά είναι ότι ο βοσκός αυτή τη φορά λέει αλήθεια…»​​​​​​

Του Γιώργου Αστρινάκη*

Ο εγκλεισμός τίθεται πλέον ευρέως στην επικαιρότητα μετά τα τελευταία μέτρα περιορισμού στο σπίτι που σωστά ελήφθησαν. Οι άνθρωποι που πλήττονται από τον κορονοϊό και βρίσκονται σε απομόνωση αλλά και οι επαγγελματίες υγείας διακατέχονται από πανικό, ανασφάλεια για την πορεία της υγείας τους, αίσθημα ενοχής μήπως βλάψουν τους οικείους τους και ίσως κατάθλιψη. Ειδικά στην περίοδο που διανύουμε, όλοι πρέπει να έχουν τηλεφωνικές επαφές με τους οικείους τους και να βρίσκουν τρόπους να οργανώνουν την καθημερινότητά τους.

Αβίαστα μου ήρθε στον νου ο εγκλεισμός των ψυχικά πασχόντων. Η διαφορά έγκειται στο ότι ο μεν πρώτος είναι εκούσιος και προσωρινός (ελπίζουμε), ενώ στη δεύτερη περίπτωση είναι ακούσιος και αναγκαστικός, χωρίς ημερομηνία λήξης. Ατομα στα ψυχιατρεία έχουν περάσει μισό αιώνα εγκλεισμού και βρίσκονται ακόμα μέσα. Στην αρχή λόγω της νόσου, αργότερα λόγω έλλειψης οικογενειακού περιβάλλοντος και τελικά λόγω της απόλυτης φτώχειας στην οποία βρέθηκαν.

Κυρίως όμως λόγω της ψυχιατρικής πρακτικής που η συνύπαρξή της με την εκάστοτε εξουσία θέτει τον ψυχικά πάσχοντα στο περιθώριο. Η ψυχιατρική, όταν διατηρεί πρακτικές του παρελθόντος, λειτουργεί σαν «δούρειος ίππος» που μεταφέρει στην κοινότητα την κουλτούρα της επικινδυνότητας, του ελέγχου και του αποκλεισμού του πάσχοντος. Γίνεται εργαλείο βιοπολιτικού χαρακτήρα.

Εντύπωση προκαλεί η δυσκολία που παρατηρείται στην τήρηση των μέτρων περιορισμού από μερίδα συμπολιτών μας. Tην ίδια στιγμή που ο καθαυτό εγκλεισμός και η στάση απέναντί του είναι τόσο διαδεδομένη (π.χ. επικροτούμε καταγγελίες για τον «τρελό γείτονα», τον εγκλεισμό των ηλικιωμένων στα γηροκομεία, τις κλειστές δομές και τα ξερονήσια για τους πρόσφυγες) αδιαφορούμε για τον αναγκαστικό εγκλεισμό στο σπίτι ατόμων σε πλήρη ανέχεια.

Τα τελευταία δέκα χρόνια είναι αρκετά ώστε να διαμορφώσουν συμπεριφορές δυσπιστίας και αμφισβήτησης -ακόμα και όταν πρόκειται για πραγματικά δεδομένα- απέναντι στις εκάστοτε εξουσίες που άλλα έλεγαν και άλλα εννοούσαν. Η διαφορά είναι ότι ο βοσκός αυτή τη φορά λέει αλήθεια.

*Ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής, πρώην διευθυντής του Δρομοκαΐτειου Θεραπευτηρίου Αθηνών

«Η καραντίνα δεν είναι φυλακή…»

Του Τάσου Θεοφίλου*

Δεν έχω καν τρία χρόνια εκτός φυλακής και βρέθηκα τώρα στην πρωτόγνωρη συνθήκη του κατ’ οίκον περιορισμού. Είναι δυσάρεστη η καραντίνα. Ομως η καραντίνα δεν είναι φυλακή για μια σειρά από λόγους.

Κατ’ αρχάς έχεις 24 ώρες το 24ωρο ίντερνετ χωρίς να φοβάσαι ότι ανά πάσα στιγμή θα εισβάλει η σωφρονιστική υπηρεσία για να σου κατασχέσει το κινητό και να σε τιμωρήσει. Κατά δεύτερον, δεν σε μετράνε και δεν σε κλειδώνουν δύο φορές τη μέρα σε ένα κελί οκτώ τετραγωνικών μέτρων μαζί με άλλους τρεις τύπους που ποτέ δεν επέλεξες και σπανίως συμπαθείς.

Στην καραντίνα, το πιο πιθανό είναι να περιοριστείς με ανθρώπους που πιθανότατα αγαπάς και σε αγαπάνε. Μπορείς, επίσης, να βγεις για προαυλισμό, έστω στο μπαλκόνι, όποια ώρα θέλεις και όχι μόνο ανάμεσα εννιά με έντεκα το πρωί και τέσσερις με έξι το απόγευμα.

Κι αν πιεστείς πολύ, παίρνεις το αμάξι και πας μια βόλτα στο βουνό χωρίς να χρειαστεί να κόβεις κάγκελα, να δένεις γάντζους, να σε πυροβολεί η εξωτερική φρουρά και να γίνεσαι πρωτοσέλιδο. Τέλος, δεν θα θεωρήσεις ποτέ τον ουρανό απλώς ως ένα φόντο πίσω από σύρματα και κάγκελα. Ακόμα και αν μένεις στο πιο πυκνοκατοικημένο σημείο στα Πατήσια, οι πολυκατοικίες δεν θα σου περιορίσουν τον ορίζοντα όσο οι εξωτερικοί τοίχοι της φυλακής.

Στην περίπτωση της φυλακής σε περιορίζει ένας ολόκληρος μηχανισμός φυσικής και γραφειοκρατικής βίας. Στην περίπτωση της καραντίνας (κι αν ακόμα την κύρια ευθύνη για την πανδημία έχουν άλλες εκφράσεις του ίδιου κράτους που επέλεξαν να γκρεμίσουν το σύστημα υγείας) δεν παύει να είναι μια προσωπική επιλογή κοινωνικής ευθύνης και όχι μέτρο καταναγκασμού.

Δεν υπάρχει καμιά σύγκριση λοιπόν και πριν κάποιος θελήσει να συγκρίνει το σπίτι του με φυλακή, ίσως έχει νόημα να σκεφτεί ότι αυτή τη στιγμή άνθρωποι βρίσκονται πραγματικά εγκλωβισμένοι σε καταστήματα και κέντρα κράτησης. Και αυτοί, παρά τον περιορισμό που υφίστανται, δεν μπορούν να προστατεύσουν τους εαυτούς τους από τον ιό. Δεν μπορούν, λόγω αντικειμενικών συνθηκών, να κρατήσουν μεταξύ τους απόσταση παραπάνω από μισό μέτρο και, αν τελικά νοσήσουν, η πιθανότητα να διακομιστούν σε νοσοκομείο είναι στα όρια του απίθανου.

*Δημοσιογράφος-συγγραφέας

ΚΟΖΑΝΗ: Η ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ΣΕ ΔΡΑΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΑΜΑΣΚΗΝΙΑ

«Οταν ξαφνικά βλέπεις το χωριό σου στα κανάλια, τρομοκρατείσαι»

Υπάλληλος του δήμου συγκεντρώνει μια λίστα με τις ατομικές παραγγελίες των κατοίκων. Εξοπλισμένος με προστατευτική στολή, αφήνει σε κάθε εξώπορτα προϊόντα υγιεινής, τρόφιμα, φάρμακα. Αφού ολοκληρώσει τη διαδρομή του, το ειδικό αυτοκίνητο του δήμου απολυμαίνεται. Είναι η διαδικασία που ακολουθείται καθημερινά την τελευταία βδομάδα στη Δραγασιά και τη Δαμασκηνιά Κοζάνης.

Τα δύο ορεινά χωριά μετρούν λιγότερους από 100 κατοίκους. Ηλικιωμένοι οι περισσότεροι, αντιμετωπίζουν πλέον τη νέα πραγματικότητα της καραντίνας. Σταθμευμένο κοντά στην περιοχή βρίσκεται ασθενοφόρο για τη μεταφορά ύποπτων περιστατικών. Ο Δήμος Βοΐου ήδη μετρά τρεις θανάτους και δεκάδες ακόμα κρούσματα του κορονοϊού. «Ολες οι βασικές ανάγκες είναι ρυθμισμένες.

Οι άνθρωποι είναι ήρεμοι και υπομονετικοί. Υπήρχε το ενδεχόμενο παρέμβασης της αστυνομίας με περιπολίες, αλλά θεωρήθηκε περιττό», λέει στην «Εφ.Συν.» ο δήμαρχος Βοΐου, Χρήστος Ζευκλής. «Δεν είμαστε μεγαλούπολη, η κίνηση είναι περιορισμένη και οι άνθρωποι έχουν συνετιστεί».

«Αυτές τις στιγμές δεν μπορείς να πεις κάτι άλλο εκτός από το “θα κάνω ό,τι μπορώ”», λέει η κυρία Αργυρώ. Οι κάτοικοι έρχονται σε καθημερινή τηλεφωνική επικοινωνία με γιατρούς του τοπικού Κέντρου Υγείας και ψυχολόγους. Εργαζόμενη στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι», αφού σχολάσει, ξεκινά τα τηλεφωνήματα στη Δαμασκηνιά για ψυχολογική υποστήριξη. «Εχω δώσει σε όλους το προσωπικό μου τηλέφωνο. Θα κάνω αναρίθμητα τηλέφωνα μέσα στη μέρα.

Οι περισσότεροι είναι ψύχραιμοι. Εκτιμούν ότι κάποιος τους προστατεύει όταν κάποιος τους τηλεφωνεί για τις ανάγκες τους», συνεχίζει. «Θορυβήθηκαν όμως γιατί ασχολήθηκαν όλα τα Μέσα μαζί τους. Οταν ξαφνικά βλέπεις το χωριό σου στα κανάλια, τρομοκρατείσαι». Ο κύριος Παύλος Τζόνης είναι 82 χρόνων, κάτοικος Δαμασκηνιάς και πρώην πρόεδρος της κοινότητας: «Βγαίνω μόνο μέχρι την αυλή, ίσα ίσα να ποτίζω τα φυτά μου. Με τη γυναίκα μου προσπαθούμε να το διασκεδάζουμε, γιατί αλλιώς δεν θα φύγουμε από τον κορονοϊό, αλλά από την απόγνωση».

Ντίνα ΔασκαλοπούλουΑφροδίτη Τζιαντζή, Εύα Παπαδοπούλου – Εφημερίδα των Συντακτών

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί